- χειμέριος
- -α, -ο / χειμέριος, -ία, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Αο χειμερινόςνεοελλ.φρ. α) «χειμέρια νάρκη»βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα τουλάχιστον είδος πτηνώνβ) «τεχνητή χειμέρια νάρκη»ιατρ. η χειμερίασημσν.-αρχ.ο εξαιρετικά βασανιστικός ή ο πολύ καταθλιπτικός («ἀλύοντα χειμερίῳ λύπᾳ», Σοφ.)αρχ.1. θυελλώδης, τρικυμιώδης («χειμερίου θαλάττης», Λουκιαν.)2. (για χρονικές περιόδους) αυτός που χαρακτηρίζεται από σφοδρή κακοκαιρία3. (για τόπο) α) ψυχρός, κρύοςβ) αυτός που υφίσταται την επίδραση δυσμενών καιρικών συνθηκών («ἀκτὰ χειμερία κυματοπλήξ», Σοφ.)4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ χειμέριαβαρυχειμωνιά5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) χειμέριαμε σφοδρό τρόπο («χειμέρια βροντᾷ», Αριστοφ.)6. φρ. α) «ἦρ χειμέριον» — ψυχρή άνοιξη (Ιπποκρ.)β) «ἐν χειμερίοις» — σε ψυχρούς τόπους (Αριστοτ.).επίρρ...χειμερίως Αμε σφοδρότητα, με ορμητικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χειμώνας].
Dictionary of Greek. 2013.